κάνδυλος

κάνδυλος
κάνδυλος, , u. κανδύλη, eine Art Kuchen, zu denen Mehl, Milch, Käse u. Honig genommen wurde

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κάνδυλος — και κάνδαυλος, ὁ (Α) είδος γλυκίσματος, κατά τον Πολυδ. «ἐξ ἀμύλου, τυροῡ, γάλακτος καί μέλιτος», κάνδαυλος* …   Dictionary of Greek

  • κάνδαυλος — και κάνδυλος και εσφ. γρ. κάνδυτος, ὁ (Α) είδος εδέσματος ή γλυκίσματος τών Λυδών, που παρασκευαζόταν με ποικίλους τρόπους («κάνδυλος διὰ λαγῴων καὶ γάλακτος καὶ τυροῡ καὶ μέλιτος πέμμα ἐδώδιμον», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”